Κι αν η επιθυμία δεν υπάρχει για να την πνίγεις, αλλά για να τη γεύεσαι; Κι αν ο φόβος δεν είναι το εμπόδιο, αλλά το πέρασμα στο ξύπνημα; Κι αν δεν ήρθε για να σε σταματήσει, αλλά για να σου δείξει πόσο βαθιά λαχταράς αυτό που τρέμεις να ζήσεις;
Αυτό δεν είναι απλώς ακόμα ένα παραμύθι. Είναι η συνέχεια εκείνου που κάποτε έμεινε στη σιωπή της φαντασίας. Και τώρα η γυναίκα επιστρέφει, όχι για να το αφηγηθεί, αλλά για να το ζήσει. Να το νιώσει, να το αγγίξει, να το γευτεί, να πάρει θέση μέσα στη δική της ιστορία.
Η κερασιά την περίμενε εκεί, μέσα στον μυστικό κήπο, πιο μυστηριώδης και επιβλητική από ποτέ. Οι καρποί της, βαθιά κόκκινοι, υγροί και ζωντανοί, έμοιαζε σαν να κρύβουν μέσα τους κάτι απαγορευμένο… Μήπως τη ζωή;
Υπάρχει κάτι σχεδόν προκλητικό στον τρόπο που γέρνουν τα κλαδιά προς το μέρος της, σαν να της ψιθυρίζουν: «Τολμάς;» Το χώμα στα πόδια της νιώθει να πάλλεται. Δεν ακούει πια τις φωνές του μυαλού της, αλλά κάτι πιο αληθινό. Ακούει τη φλόγα που καίει μέσα της, άγρια και ανυπότακτη. Δεν τη νοιάζει το τίμημα, ούτε έχει ανάγκη να εξηγήσει. Θέλει μόνο να νιώσει, να ζήσει.
Απλώνει το χέρι της με σιγουριά, γνωρίζοντας πολύ καλά τι κάνει και γιατί. Κόβει τον καρπό, τον κρατάει για λίγο στα χέρια της και ύστερα, με αποφασιστικότητα που δεν σηκώνει δεύτερες σκέψεις, τον φέρνει στα χείλη της και δαγκώνει.
Ο ζουμερός χυμός ξεχύνεται μέσα στο στόμα της. Γεύση βαθιά, καυτή σαν φλόγα που ξυπνά τις αισθήσεις. Πόθος και φόβος ανακατεμένα σε κάθε σταγόνα.
Με τα μάτια κλειστά, δεν γεύτηκε απλώς τον καρπό, γεύτηκε τη ζωή που αποφάσισε να ζήσει. Κατάπιε όλο το παραμύθι και με μια πράξη έσπασε τα «ίσως», τα «όχι ακόμα», τα «δεν πρέπει». Εκείνη τη στιγμή, κάθε κύτταρό της αφυπνίστηκε.
Το σώμα της φλεγόταν, όχι από τύψεις, αλλά από τη δύναμη της έκρηξης, από την πληρότητα, από την τόλμη του «ναι». Ήξερε πλέον ότι κάθε επιθυμία που αξίζει να ζεις φέρνει μαζί της αναταραχή, φως αν και γεννιέται στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά όμως, το σκοτάδι δεν την τρόμαζε. Το είχε αγκαλιάσει, γιατί μέσα του είχε βρει τη δύναμη να λάμψει.
Τα κεράσια, πιο ζωντανά από ποτέ, αντανακλούσαν τη φωτιά που άναψε μέσα της. Κι εκείνη, με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, ήξερε πως η ιστορία της μόλις άρχισε. Δεν ήταν πια ένα παραμύθι. Ήταν η δική της αλήθεια, η δική της ζωή. Και αυτή τη φορά, θα την ζούσε ολοκληρωτικά, με παρουσία, αλήθεια και θάρρος.
Γιατί κάποια κεράσια δεν τα φαντάζεσαι. Τα δαγκώνεις.
Και κάποια «θέλω» δεν τα ψιθυρίζεις. Τα φωνάζεις δυνατά με όλη σου την ύπαρξη.
Και τότε ζεις. Όχι μισή, άλλα ολόκληρη.
GIPHY App Key not set. Please check settings