Εκείνο το πρωινό δεν προμήνυε τίποτα από όσα θα ακολουθούσαν. Μια γυναίκα, σαράντα οκτώ ετών ήρθε στο γραφείο μου αναζητώντας εργασία. Κουβαλούσε όμως κάτι πολύ βαρύτερο από ένα απλό βιογραφικό.
Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Μπήκε μέσα ήρεμη, αρκετά σφιγμένη, με βλέμμα που ακροβατούσε μεταξύ ελπίδας και φόβου. Φορούσε χειρουργική μάσκα, κάτι που δεν συνηθίζεται πλέον. Τη ρώτησα αν ήταν αδιάθετη. Χαμογέλασε αμυδρά, χωρίς να απαντήσει ξεκάθαρα.
Η συνέντευξη ξεκίνησε όπως όλες. Με συζήτηση για τα προσόντα, την εμπειρία και την διαθεσιμότητα. Εκείνη μιλούσε ήρεμα και μετρημένα. Κάποια στιγμή, σχεδόν από αγανάκτηση, σαν να ήθελε να αποδείξει πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη της για εργασία, έβγαλε τη μάσκα και με κοίταξε στα μάτια, χωρίς να πει λέξη.
Ο κόσμος γύρω μου πάγωσε, αμέσως για ένα δευτερόλεπτο.
Το δεξί της μάγουλο ήταν πρησμένο, γεμάτο μελανιές. Από την ίδια πλευρά, έλειπαν δόντια. Το πρόσωπό της έμοιαζε με καμβάς ζωγραφισμένος με βία. Η σιωπή εκείνης της στιγμής ήταν πιο εκκωφαντική από οποιαδήποτε κραυγή.
«Με χτύπησε ο σύντροφός μου», είπε ψιθυριστά, σχεδόν απολογητικά.
Την ρώτησα αν θα τον καταγγείλει. Έγνεψε αρνητικά και σχεδόν αμέσως άρχισε να τον υπερασπίζεται: «Ήταν μια άσχημη στιγμή… το μετάνιωσε… δεν είναι κακός άνθρωπος… υποσχέθηκε πως δεν θα το ξανακάνει…».
Κάπου εκεί, ανάμεσα στις λέξεις της, άκουσα τη βαθύτερη αλήθεια. Τη φωνή του φόβου, της ενοχής, της εσωτερικής σύγχυσης που ντύνει την κακοποίηση με δικαιολογίες. Μια φωνή που κουβαλούν μέσα τους πολλές γυναίκες. Που προσπαθεί να πείσει πως ο θύτης δεν είναι τέρας, πως φταίνε κι εκείνες, πως η αγάπη σημαίνει ανοχή, υπομονή, σιωπή.
Αυτό είναι το πιο τραγικό πρόσωπο της έμφυλης βίας. Όχι μόνο τα σημάδια στο σώμα, αλλά εκείνα που φωλιάζουν στην ψυχή. Η κακοποίηση δεν είναι μόνο οι φωνές και οι γροθιές. Είναι και οι σιωπές. Είναι το «δεν θα το ξανακάνει», «τον προκάλεσα», «το αξίζω». Είναι ο φαύλος κύκλος όπου το θύμα μαθαίνει να εξαρτάται, να ελπίζει πως κάτι θα αλλάξει και στο τέλος, αγαπάει τον ίδιο τον δεσμώτη του.
Μου είπε πως ψάχνει δουλειά για να φύγει. Να νοικιάσει ένα σπίτι. Να σταθεί ξανά μόνη της. Δεν ζητούσε οίκτο. Ζητούσε διέξοδο. Ένα εισιτήριο για τη ζωή.
Ήταν εγκλωβισμένη. Όχι μόνο σε ένα σπίτι με έναν βίαιο άνθρωπο, αλλά σε έναν αόρατο λαβύρινθο φόβου, εξάρτησης και ενοχής. Η δουλειά για εκείνη δεν ήταν απλώς ένα εισόδημα, ήταν μια σανίδα σωτηρίας. Μια προσπάθεια να ξαναγίνει άνθρωπος. Να ζήσει χωρίς μάσκες. Χωρίς μελανιές. Χωρίς να φοβάται το σκοτάδι.
Το οφείλουμε σε εκείνη και σε κάθε γυναίκα που φοράει μάσκα για να κρύψει τις πληγές της. Της το οφείλουμε όχι μόνο με επαγγελματικές ευκαιρίες, αλλά και με στήριξη, με πίστη, με αλληλεγγύη.
Οφείλουμε να της θυμίσουμε πως έχει το δικαίωμα να ζήσει χωρίς φόβο, να αγαπηθεί χωρίς όρους, να σπάσει τον κύκλο της βίας με το πιο ηχηρό «ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ».
Γιατί κάθε γυναίκα που βρίσκει τη δύναμη να βγάλει τη μάσκα της, είναι μια νίκη απέναντι στο σκοτάδι. Αξίζει να την κοιτάξουμε στα μάτια όχι με λύπηση, αλλά με σεβασμό.
Το περιστατικό είναι αληθινό. Και δεν είναι το μοναδικό. Συμβαίνει κάθε μέρα, γύρω μας. Σιωπηλά, πίσω από μάσκες, πίσω από βλέμματα που κανείς δεν βλέπει.
Ας είμαστε έτοιμοι να ακούμε. Να βλέπουμε. Να στεκόμαστε δίπλα τους.
GIPHY App Key not set. Please check settings