Ο Κάρολος Κουν την αποκαλούσε «αερικό επί σκηνής». Ο θεατρικός συγγραφέας Παύλος Μάτεσης έχει γράψει: «Αν ήμουν, θρήσκος, θα έλεγα πως, όποιος δεν έχει γοητευθεί από τη Λαμπέτη, θα πάει στην Κόλαση». Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός μαγεύτηκε τόσο από το τρόπο που έσβηνε τα κεριά ερμηνεύοντας την Λώρα στο «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς, που είδε την παράσταση έντεκα φορές.
Η Έλλη Λαμπέτη υπήρξε κορυφαία και αξεπέραστη ηθοποιός, απόλυτα αισθαντική, ποιητική, εύθραυστη, λαμπερή, με το πιο βαθύ και μελαγχολικό βλέμμα του ελληνικού θεάτρου.
Προσπάθησα πολλές φορές να καταλάβω τι ήταν αυτό που με έκανε να ερωτευτώ παράφορα μία γυναίκα που δεν γνώρισα ποτέ, που δεν μου δόθηκε ούτε μια φορά η ευκαιρία να την δω να παίζει στο σανίδι και που στην ουσία ήταν μιας άλλης εποχής.
Ωστόσο, μετά την «Κάλπικη λίρα» όπου την “συνάντησα” για πρώτη φορά, άρχισα να βλέπω εμμονικά τις ταινίες της, διάβαζα για τη ζωή της, άκουγα συνεντεύξεις της και αναζητούσα, απόλυτα εθισμένη στο ταλέντο της, αποσπάσματα των θεατρικών της παραστάσεων.
Η Έλλη Λούκου, που δανείστηκε το καλλιτεχνικό της επίθετο από το έργο του Βαλαωρίτη «Αστραπόγιαννος», είχε έξι αδέλφια ενώ ήταν δίδυμη με τον αδελφό της Τάκη. Έχασε την μητέρα της από μία σφαίρα στα Δεκεμβριανά, τον δίδυμο αδελφό της, τις 4 αδελφές της από τον καρκίνο, τον πατέρα της, κι ένα παιδί που αγάπησε και ανέθρεψε σαν δικό της για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι που ο νόμος αποφάσισε να το επιστρέψει στους βιολογικούς του γονείς.
Η ζωή της όμως, που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, δεν είχε μόνο απώλεια. Κυρίως είχε πάθος – ή μάλλον πάθη. Η Έλλη Λαμπέτη αγάπησε και αγαπήθηκε παράφορα, δοκίμασε τα όριά της, έσπασε νόρμες και κανόνες και τελικά έζησε με πυξίδα της το θέατρο, το οποίο λάτρευε πάντα και για πάντα.
Η αγάπη της για το σανίδι την έκανε να αρνηθεί το 1958 την ευκαιρία να παίξει δίπλα στον (πολύ διάσημο ηθοποιό, για όσους δεν τον γνωρίζετε) Γκρέγκορι Πεκ κι ένα πολυετές συμβόλαιο στην FOX που θα την έβαζε στον μαγικό κόσμο του Hollywood. Απαρνήθηκε την λάμψη και το χρήμα του αμερικάνικου κινηματογράφου (παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε κατά καιρούς) και επέστρεψε στην Αθήνα ανεβάζοντας την αναβίωση μιας τεράστιας επιτυχίας, το «Πεγκ καρδούλα μου».
Κάπου εκεί της χτύπησε την πόρτα ο μεγαλύτερός της φόβος: ο καρκίνος. Ωστόσο, τον πολέμησε με πάθος και τον νίκησε. Εκείνος επέστρεψε ξανά λίγα χρόνια αργότερα και η Έλλη Λαμπέτη υποβλήθηκε σε μαστεκτομή.
Το 1975 γυρίζει «σπίτι» της, στο θέατρο, κάνοντας τεράστια επιτυχία με το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» και ακολουθούν οι θρυλικές παραστάσεις της «Φθινοπωρινή ιστορία» και «Φιλουμένα μαρτουράνο».
«Όταν η Φιλουμένα Μαρτουράνο λέει “Ξέρεις πότε κλαίει ο άνθρωπος; Κλαίει όταν έχει γνωρίσει την ευτυχία και την χάνει” ο κόσμος από κάτω ψιθυρίζει “Ναι, έτσι είναι! Σωστά…”. Η ζωή μου όλη είναι το θέατρο γιατί είναι εύκολο να ζεις την ευτυχία στο σανίδι… δεν έχει απώλεια, δεν έχει θάνατο, δεν έχει πόνο… Μ’ αρέσει να παίζω, να μιλάω, να επικοινωνώ με το κοινό. Κι αν κάποτε μου κλέψουν τη φωνή, εγώ θα συνεχίζω να παίζω» ανέφερε σε μια συνέντευξή της τότε.
Μια συνέντευξη που ήταν προφητική, αφού ο καρκίνος επιστρέφει ξανά, πιο αποφασιστικός από ποτέ. Βρισκόμαστε ήδη στο 1980 και σε μια από τις θεραπείες της μια ακτίνα λέιζερ «χτύπησε» τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα αυτές να παραλύσουν και σχεδόν να μην μπορεί να μιλήσει.
Ούτε αυτό όμως ήταν ικανό να την κρατήσει μακριά από το σανίδι. Βρίσκει το έργο «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» και υποδύεται την Σάρα που είναι κωφάλαλη. Το κοινό από ένστικτο καταλαβαίνει ότι πρόκειται για το κύκνειο άσμα της και της χαρίζει μια τεράστια επιτυχία.
Τρία χρόνια μετά, στις 3 Σεπτεμβρίου, η Έλλη Λαμπέτη αφήνει την τελευταία της πνοή νικημένη από την επάρατη νόσο αλλά το πάθος της για το θέατρο και τη ζωή δεν πέθανε ποτέ.
Απόλυτα ερωτευμένη με μια γυναίκα που δεν γνώρισα ποτέ από κοντά, ξέρω πλέον ότι εκτός από το μελαγχολικό της βλέμμα και το σπάνιο ταλέντο της, αυτό που έχει κατατάξει την Έλλη Λαμπέτη στους «μύθους» του ελληνικού θεάτρου, είναι το ότι υπερασπίστηκε και υπηρέτησε αυτό που αγαπά δίνοντας πάντα, μέχρι το τέλος, τον καλύτερό της εαυτό.
«Αν θες να ζήσεις μια ευτυχισμένη ζωή, εξάρτησέ την από έναν στόχο, όχι από ανθρώπους ή αντικείμενα» είχε πει ο Αινστάιν. Η Λαμπέτη, σαν να τον άκουσε, το έκανε πράξη.
Ανακάλυψε όλα τα άρθρα της Αλεξάνδρας Κεντρωτή ΕΔΩ!
GIPHY App Key not set. Please check settings