Έκλεισε τα μάτια ενοχλημένη. Έσφιξε τα βλέφαρα δυνατά και κατάπιε μια βρισιά. Δεν της άρεσε να την κοιτούν τόσο έντονα και τόσο αδιάκριτα όπως ο τύπος που κάθεται απέναντι.
Ένιωθε να της στερούν την προσωπική της ελευθερία, να διεισδύουν στα προσωπικά της δεδομένα που κρατάει μόνο για όσους γουστάρει.
Άλλαξε καρέκλα και ξανάνιωσε ασφαλής. Ασφαλής κι ελεύθερη.
Κάποτε, φανταζόταν την Ασφάλεια και την Ελευθερία σαν δυο μεγάλες αντίζηλες. Η μία φθονούσε την άλλη και έδιναν μεταξύ τους έναν αδιάκοπο αγώνα για το ποια θα υπερισχύσει, ποια θα ηγηθεί.
Όταν έπαιρνε τα ηνία η Ασφάλεια, της έλειπε η Ελευθερία με τις τρέλες της, τις πολλές επιλογές της, τα τσαλίμια της, τον δυναμισμό της, την αισιοδοξία της και κυρίως με το καρότο που έσερνε μπροστά από την μουσούδα της κι εκείνη προχώραγε βήμα βήμα παραδομένη στην λαιμαργία της.
Όταν, όμως, νικούσε η Ελευθερία, της έλειπε η Ασφάλεια με τα καλοχτενισμένα της μαλλιά, τους τρόπους της, την μία της επιλογή, την ηρεμία της, το πρόγραμμά της. Την ικανοποίηση, τέλος πάντων, ότι έφτασε το καρότο, το έφαγε και τώρα ξαπλώνει κάτω από ένα δέντρο για να χωνέψει και να κοιμηθεί.
Όταν η Ασφάλεια μεγάλωσε, σαν πιο συνετή και προσεκτική, πρότεινε στην Ελευθερία να δεσμευτούν σε μια μεταξύ τους συμφωνία για αρμονική συμβίωση και αλληλοβοήθεια ώστε να κρατούν το τιμόνι παρέα.
Με τον καιρό, η συμφωνία τους μετατράπηκε σε νόμο άγραφο και η αντιπάθειά τους σε αναγκαίο κακό που είχε, όμως, μια γλυκιά γεύση ελεύθερης ασφάλειας. Κάποιοι την ονομάζουν κι ασφαλή ελευθερία.
Εκείνη μισούσε τις ταμπέλες, δεν της είχε δώσει όνομα, αλλά την ένιωθε κάθε φορά που επέλεγε ν’ αλλάξει καρέκλα για ένα αδιάκριτο βλέμμα του απέναντι τυπά.
GIPHY App Key not set. Please check settings