Είμαστε σε ένα Starbucks, καθόμαστε και συζητάμε για την ταινία που πρόκειται να δούμε σε λίγη ώρα, όταν η (ας την πούμε) V. μου εξηγεί τους λόγους που αποφάσισε πριν μερικά χρόνια να μετακομίσει στην Ελλάδα.
Και το πιο δυνατό της επιχείρημα, αυτό που άκουσα, εκεί που στάθηκα, ήταν το «it just felt like home».
Έμεινα να την κοιτάζω εντυπωσιασμένη και συγκινημένη ταυτόχρονα, γιατί ξέρω πώς είναι να μην αισθάνεσαι κομμάτι ενός συνόλου, με μία άβολη πραγματικότητα που δε μπορεί να σε χωρέσει, και ξέρω ταυτόχρονα, πόσο ανακουφιστικά πανέμορφο είναι να νιώθεις πως έχεις βρει το σπίτι σου.
Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Γεωγραφικά, έχω βρει κομμάτια αυτού του συναισθήματος σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Παλαιότερα, κάθε φορά που επέστρεφα στην Πάτρα και έβλεπα την πρώτη κορυφή της γέφυρας, ήξερα πως είχα φτάσει σπίτι. Και αργότερα, ένιωσα το ίδιο συναίσθημα στο Λονδίνο. Και ύστερα στην Ιταλία. Και κυρίως, στη Φινλανδία, εκεί που θυμάμαι τελευταία φορά τον εαυτό μου να είναι πραγματικά ευτυχισμένος σε καθημερινή βάση. Και ασφαλής.
Είμαι ευλογημένη όμως, να αισθάνομαι συναισθηματικά πως έχω βρει τους ανθρώπους που νιώθω ότι είναι το σπίτι μου. Όχι μόνο η οικογένειά μου, αλλά εκείνοι που δε μεγαλώσαμε μαζί, όμως οι δρόμοι της ζωής το έφεραν έτσι, ώστε κάποια στιγμή – καρμικά – να βρεθούμε.
Τι είναι τελικά αυτό το συναίσθημα πως έχεις βρει το σπίτι σου;
Πόσο γενικό και αόριστο είναι;
Ίσως δε μπορέσω επαρκώς και επιτυχημένα να στο περιγράψω με τις λέξεις μου, όμως είναι μία ζεστασιά που νιώθεις απευθείας στην καρδούλα σου. Είναι η αίσθηση πως είσαι ασφαλής, πως έχεις τον χώρο να είσαι αυθεντικά ο εαυτός σου, πως υπάρχει νοιάξιμο και σεβασμός, ότι μπορείς να βάλεις τα βάρη που κουβαλάς για λίγο στην άκρη και όταν θελήσεις, να τα μοιραστείς, για να ελαφρύνουν, ενώ αμέσως μετά να γιορτάσεις τις μικρές ή μεγάλες επιτυχίες σου.
Είναι τα ατελείωτα μηνύματα, οι κλήσεις, τα κοινά ταξίδια, τα ανταμώματα, οι στιγμές που κλέβετε ο ένας για τον άλλον μέσα στο βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα της ημέρας. Είναι το να στέλνεις 15 TikTok που περιμένεις ο άλλος να μελετήσει εκτενώς, είναι τα ηχητικά που διαρκούν 20 λεπτά, είναι τα «πες μου όταν φτάσεις».
Είναι αρώματα, εικόνες, σημεία που δημιουργούν οικειότητα. Γνώριμοι δρόμοι που σε οδηγούν σε λαμπερές αναμνήσεις.
Είναι αγάπη. Και η αίσθηση της νοσταλγίας όταν είστε χώρια.
Είναι εκεί που χτίζεις τον εαυτό που ονειρεύεσαι για σένα
Εκεί που σωματικά και συναισθηματικά νιώθεις γεμάτη και επαρκής (ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές).
Εκεί που φαίνεσαι και παίρνεις αποδοχή ακόμα και όταν θέλεις να κρυφτείς.
Εκεί που νιώθεις τη σύνδεση με μία ανώτερη δύναμη που δε χρειάζεται να της δώσεις όνομα.
Νομίζω ότι το «σπίτι» μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές. Μία εργασία που λατρεύεις, σχέσεις που σε γεμίζουν και σε εκτιμούν, χώρα/πόλη/διαμέρισμα που θεωρείς ότι μπορείς να ανασάνεις ελεύθερα.
Πιστεύω όμως, πως ο ακριβής ορισμός του «σπιτιού» είναι εκεί που αισθάνεσαι ασφαλής και είναι τόσο σπάνιο και τόσο πολύτιμο αυτό, ακριβώς γιατί υπάρχουμε σε μία πραγματικότητα που καθημερινά οφείλουμε για την ψυχική μας υγεία, να κονταροχτυπιόμαστε με πενήντα διαφορετικές φοβίες.
«Can you pull the curtains? Let me see the sunshine
I think I’m done with my hidin’ place and you found me anyway
It’s been forever, but I’m feelin’ alright
Tears dry and will leave no trace and tomorrow’s another day»
– Ed Sheeran, Curtains
GIPHY App Key not set. Please check settings