Έφτασα πρώτη στο υπέροχο «Santo Belto», το στέκι της Βάσως Χριστοδούλου όπου πάει για να διαβάσει και να γράψει. Λίγο αργότερα, κάθισε απέναντί μου ένα κορίτσι γλυκό σαν ροδάκινο. Απλό, προσιτό, με βλέμμα φλύαρο και ζωντανό. Τα μάτια της πότε γαλήνευαν και πότε σκοτείνιαζαν. Τη μια στιγμή μού θύμιζαν φάρους καταμεσής της θάλασσας, και την επόμενη ωκεανό σε τρικυμία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, δεν έχαναν στιγμή τη ζεστασιά τους. Όπως ακριβώς και οι 3 ποιητικές συλλογές της, αλλά και τα μεμονωμένα ποιήματά της που έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά: ζεστά, μεστά, με στόχο κατευθείαν την καρδιά.
Πότε ξεκίνησες να γράφεις ποίηση;
Το πρώτο ποίημα που έγραψα ήταν στη Δ’ δημοτικού. Ήμουν στο παιδικό μου δωμάτιο και οι γονείς μου έβλεπαν μια εκπομπή στο σαλόνι. Ξαφνικά ακούω τη λέξη «ήλιος» κι αρχίζω να γράφω. Να φανταστείς, δεν το έγραψα σε χαρτί αλλά πάνω στο γραφείο μου!
Πάντα έτσι έρχεται η έμπνευση;
Γενικά δεν παίρνω μολύβι και χαρτί και λέω «τώρα θα γράψω, θα μεγαλουργήσω». Ούτε καν. Απλά θα μου έρθει κάτι το βράδυ που κοιμάμαι. Κατεβατό. Στο κομοδίνο μου δεν έχω ποτήρι με νερό όπως οι άλλοι άνθρωποι, έχω χαρτιά, μολύβια, γόμες, κι απλά ανοίγω τα μάτια και γράφω το κατεβατό που μου ήρθε στον ύπνο μου. Να φανταστείς στο γυμνάσιο, μου ήρθε ένα τέτοιο κατεβατό ενώ περπάταγα, κι επειδή δεν είχα μαζί μου μολύβι και χαρτί το έγραψα με liposan σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Μόλις βγει από μέσα μου το κατεβατό, απλά αδειάζω. Κάνω ένα «ουφ» και νιώθω πιο ανάλαφρη.
Πώς προέκυψε το πρώτο βιβλίο;
Τυχαία, εξαιτίας μιας φίλης μου που βρήκε κάποια ποιήματά μου και τα έστειλε σε έναν εκδότη στα Τρίκαλα. Τότε το πήρα τελείως στην πλάκα. Ακόμα και σήμερα, όμως, δεν νιώθω ποιήτρια. Οι ποιητές είναι κάτι ιερό που δεν μπορείς να το φτάσεις. Απλά τους κοιτάς από χαμηλά και σκέφτεσαι «τι ωραία που θα ήταν αν…». Όταν με αποκαλούν ποιήτρια ντρέπομαι και κοκκινίζω. Ωστόσο, με χαροποιεί όταν αυτά που γράφω αρέσουν σε κάποιους ανθρώπους. Δεν θεωρώ ότι πρέπει να γράφεις δυσνόητα πράγματα που απευθύνονται μόνο για λίγους, στα δήθεν «μεγάλα μυαλά». Θέλω αυτό που γράφω να το καταλάβει η φίλη της μάνας μου στο χωριό ή μια μαθήτριά μου που τώρα αρχίζει να βγαίνει στον κόσμο.
Στο ποίημα σου «Ρόλοι Γυναικών» υπάρχει ο στίχος:
«Η Στέλλα, η Μυρτώ κι η Φρόσω.
Η σύζυγος, η μάνα, η φόνισσα».
Φόνισσα ή δολοφονημένη; Γιατί τόσες γυναικοκτονίες;
Τελικά είναι η δολοφονημένη, η οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει φόνισσα. Γιατί αν είχε γίνει φόνισσα, θα γλίτωνε από το να δολοφονηθεί. Θα γλίτωνε το μαρτύριο και το βάσανο που πέρασε στα χέρια αυτού που αγάπησε μέχρι τελικά να της πάρει τη ζωή. Το θέμα «γυναικοκτονία» το θεωρώ πολύ πονεμένο ζήτημα και φοβάμαι να το πιάσω.
Γιατί φοβάσαι;
(Με σπασμένη φωνή και μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις): Φοβάμαι γιατί έχω υπάρξει στη θέση του θύματος, όπως όλες μας τελικά. Δεν σου κρύβω πως έχω φτάσει σε σημείο να κατουρηθώ κυριολεκτικά από τον φόβο μου. Ήταν η πρώτη μου σχέση, σε ηλικία 19 ετών, και τον λάτρευα. Κι όταν συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται αυτός που λατρεύεις και σε λατρεύει να σε κάνει να κατουριέσαι από τον φόβο, έφυγα. Ήξερα πως αν έμενα, θα ακολουθούσε κάτι πολύ χειρότερο.
Ήταν η τελευταία φορά που κακοποιήθηκες σε μια σχέση;
Όχι. Μετά από αυτό έμεινα πολλά χρόνια μόνη μου. Η δεύτερη σχέση μου, όμως, ήταν επίσης κακοποιητική. Μου προκαλούσε ακόμα περισσότερο τρόμο. Δεν γίνεται να φοβάσαι να μιλήσεις μήπως παρεξηγηθεί ο άλλος, να σκέφτεσαι τι θα πεις μήπως θυμώσει. Ούτε να αναρωτιέσαι αν απόψε θα κοιμηθείς κανονικά στο σπίτι σου ή αν θα βγάλεις τη νύχτα κυνηγημένη στη Συγγρού. Φοιτήτρια (εδώ η φωνή σπάει ακόμα πιο πολύ, σχεδόν κρύβει λυγμούς) έπεσα θύμα βιασμού από έναν άνθρωπο που γνώρισα σε ένα μπαρ. Κάναμε παρέα, βγήκαμε 5-6 φορές, ήπιαμε τα ποτά μας, όλα ωραία και καλά. Μέχρι που τον κάλεσα σπίτι να μαγειρέψουμε, να φάμε και να δούμε καμιά ταινία. Ποιο μαγείρεμα, ποιο φαΐ και ποια ταινία…
Το είπες σε κανέναν τότε;
Όλα αυτά δεν ήθελα να τα πω και να τα συζητήσω τότε, γιατί πάντα είχα στο μυαλό μου ότι έφταιγα εγώ, ότι έκανα κάτι λάθος. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε είτε να απολογηθώ που βγήκα με κάποιον μόνο 5 φορές και την 6η του ζήτησα να έρθει στο σπίτι μου, είτε να δικαιολογηθώ για τα ρούχα που φορούσα. Πλέον, όμως, νιώθω την ανάγκη να μιλάω για όλα αυτά, να τα μοιράζομαι. Θέλω να πω στην κοπέλα που θα μου εξομολογηθεί κάτι αντίστοιχο «το ‘χω πάθει κι εγώ, μην φοβάσαι, έλα να το βρούμε παρέα…». Έλα να μου πεις εσύ, έλα να σου πω κι εγώ, γιατί όλες μας έχουμε περάσει από τέτοιες καταστάσεις. Από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Γι’ αυτό και πρέπει να μιλάμε. Να τα μοιραζόμαστε, να τα γράφουμε, να είμαστε όλες μαζί.
Στην Ελλάδα έχουμε ένα θεματάκι με την πατριαρχία…
Έχουμε θεματάρα! Νομίζω είναι η μεγαλύτερη πληγή. Η πατριαρχία και η αμορφωσιά. Δεν σου μιλάω για πτυχία και περγαμηνές, αλλά για κοινωνική αμορφωσιά. Απλές κοινωνικές δεξιότητες όπως το να βοηθάω αυτόν που έχει ανάγκη ή να ακούω τον άλλον. Γενικά δεν ξέρουμε να ακούμε! Όλο αυτό είναι το μεγάλο παγόβουνο κάτω από τη θάλασσα και η πατριαρχία είναι η κορφή στην επιφάνεια. Βλέπω ας πούμε στα ιδιαίτερα μαθήματα που παραδίδω, ότι οι γονείς μεγαλώνουν διαφορετικά τα αγόρια από τα κορίτσια. Ή ας πούμε οικογένειες που έχουν οικονομική άνεση, δεν θα επενδύσουν σε ένα θέατρο, ένα ταξίδι, ένα βιβλίο.
Πιστεύεις ότι αλλάζει κάτι; Θα γυρίσουμε επιτέλους σελίδα;
Μετά το #metoo, αναθάρρησα. Παρόλο που ήξερα πως πολλοί θα αμφισβητούσαν το συγκεκριμένο κίνημα, θα έλεγαν για παράδειγμα «γιατί το θυμήθηκε τώρα;» ή «το λέει απλά για τα 10 λεπτά δημοσιότητας που της αναλογούν», πίστεψα στη δύναμή του. Στη συνέχεια, όμως, διαπίστωσα πως η κοινωνία δεν είναι ακόμα 100% έτοιμη για κάτι τέτοιο. Υπάρχουν ακόμα θέματα που είναι πολύ βαθιά ριζωμένα στο DNA μας. Ριζωμένα στη σκέψη και την αντίληψη του «Ελληνιόλου».
Δεν είσαι καθόλου αισιόδοξη;
Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξη παρότι είμαι φύση απαισιόδοξο άτομο – αν και η χαρά της ζωής στις διαπροσωπικές μου σχέσεις. Ας πούμε, όμως, πως με κάποιο μαγικό τρόπο θα πέσει μια μαγική χρυσόσκονη πάνω στα κεφάλια μας και στα κεφάλια των παιδιών μας και κάτι θα φτιάξει. Έστω λίγο. Προσωπικά μιλάω πολύ στους μαθητές μου. Δεν στέκομαι μόνο στο συντακτικό και την ορθογραφία, αλλά τους μιλάω και για τη ζωή.
Και σε ακούνε; Συζητάνε μαζί σου;
Παρατηρώ ότι τα παιδιά μιλάνε περισσότερο σε μένα παρά στους γονείς τους κι αυτό θεωρώ ότι είναι προβληματικό. Για μένα λέει πάρα πολλά και με στενοχωρεί βαθιά. Γι’ αυτό και είμαι απαισιόδοξη. Φοβάμαι, μάλιστα, μην είναι και χειρότερα στο μέλλον, γιατί βλέπω και μια συντηριτικοποίηση και φασιστοποίηση της κοινωνίας. Υπάρχει πολύ το «ας κοιτάξουμε τον εαυτό μας κι άσε τους άλλους να κουρεύονται». Ας πούμε, όμως, πως κάτι θα γίνει… Εξάλλου, πόσο χειρότερα να γίνουν τα πράγματα; Όχι μόνο έχουμε φτάσει στον πάτο του βαρελιού, αλλά τον ξύνουμε κιόλας.
Τι χρειάζεται να κάνουμε για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο;
Παιδεία, διαβάσματα και εκπαιδευτικούς που αντιμετωπίζουν τους μαθητές τους σαν ανθρώπους με συναισθήματα και όχι σαν μερικά κωλόπαιδα που θα τους παραδώσουν με το ζόρι το μάθημα της ιστορίας και θα πάνε σπίτια τους.
Πιστεύεις στη δύναμη της γυναίκας; Αν επιτέλους ενωθούμε όλες μαζί, τι θα συμβεί;
Για μένα η γυναίκα δεν είναι για κανέναν λόγο το ασθενές φύλο. Έχει άλλη αντίληψη, λες και γεννιέται, ζει και πεθαίνει πιο πολύ με το συναίσθημα και το νοιάξιμο. Εμείς οι γυναίκες ζούμε με την επιδερμίδα. Παθαίνουμε ρίγη, ανατριχιάζουμε με κάτι που θα δούμε και κλαίμε (εσωτερικά ή εξωτερικά). Αν ενωθούμε χωρίς περιορισμούς, αν πούμε ότι είμαστε αδερφές, ίσως αλλάξει ο κόσμος. Πιστεύω πολύ στις γυναίκες. Τις αγαπώ ιδιαίτερα, ξεκινώντας από τη μάνα μου που της έχω τρελή αδυναμία.
Τι μας κρατάει από το να ενωθούμε;
Ο φόβος. Νομίζω ότι έχουμε έμφυτο στο πετσί μας τον φόβο που μας κρατάει πίσω. Αυτός ο γα@@νος ο φόβος για το τι θα πουν οι άλλοι, πώς θα φανώ, μήπως δεν είμαι αρκετή. Αυτό το αίσθημα της ανεπάρκειας που μας φυτεύουν από νωρίς. Στην τελική, όμως, δεν χρειάζεται να είσαι αρκετή, δεν είναι θέμα ποσότητας. Ας αφήσουμε τις ταμπέλες και το πλαίσιο στο οποίο μας έχουν τοποθετήσει κι ας δούμε ποιες είμαστε πραγματικά. Ίσως έτσι καταφέρουμε να γίνουμε μια γροθιά.
Έχεις κάνει ψυχοθεραπεία; Έχεις κάτσει στο ντιβάνι;
Όχι, δεν έχω κάτσει στο ντιβάνι, μόνο στο ντιβάνι των φίλων μου. Και σε καρέκλες, και σε αυτοκίνητα, και σε μπάρες, έχω κάνει αυτού του είδους την ψυχοθεραπεία, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, που όμως δεν είναι αρκετή. Ό,τι και να μου πεις εσύ, οι φίλοι μου ή η μάνα μου, δεν θα είναι το ίδιο. Ακόμα κι αν τη στιγμή που μου μιλάς νιώσω κάτι μέσα μου να μαλακώνει, θα είναι για λίγο. Το πρόβλημα, όμως, υπάρχει και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Νομίζω πως ο καθένας θα πρέπει να έχει τον προσωπικό του ψυχολόγο όπως έχει τον προσωπικό του παθολόγο, γυναικολόγο ή οδοντίατρο. Γι’ αυτό και φέτος σκέφτηκα πολύ σοβαρά να χτυπήσω την πόρτα ενός επαγγελματία.
Τα θέματα ψυχικής υγείας είναι ακόμα ταμπού;
Ναι, σαφέστατα! Οι άνθρωποι δεν αποδέχονται τον πόνο της ψυχής, τον αντιμετωπίζουν σαν να μην είναι κάτι σοβαρό. Το να κλαις μέσα σου, να μην μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι, να μην μπορείς να κοιμηθείς ή να φας, να πίνεις ή να κάνεις ναρκωτικά, το αντιμετωπίζουν σαν να μην είναι κάτι σοβαρό. Θα σου πουν «έλα μωρέ, δεν έγινε και τίποτα… Τι σου λείπει; Μπορείς να το αντιμετωπίσεις μόνος σου». Έχω μια πρώην μαθήτρια με πολλά ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα, που πρόσφατα άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού. Οι γονείς της, παρόλο που την πήγαν σε ψυχολόγο, μετά από λίγο τη σταμάτησαν από τον φόβο του τι θα πουν οι άλλοι αν το μάθουν.
«Τι τους ήθελα τόσους καθρέφτες στο σπίτι μου;» γράφεις στο ποίημα «Καθρέφτες». Τελικά, τους ήθελες τόσους καθρέφτες σπίτι σου; Σε τρομάζουν τα γηρατειά;
Ναι, με τρομάζουν γιατί είναι αναπόφευκτα και μη αναστρέψιμα. Παρόλα αυτά, έχω πολλούς καθρέφτες στο σπίτι. Τους θέλω για να βλέπω τη φθορά του χρόνου που έχει αρχίσει να φαίνεται. Θέλω να βλέπω την αλλαγή γιατί θεωρώ ότι οι αλλαγές συμβαίνουν για καλό. Αυτό που δεν θέλω να αλλάξει είναι οι αντιλήψεις μου. Προτιμώ να γίνω μια σκατόγρια με άσπρα μαλλιά αλλά να εξακολουθώ να νοιάζομαι για τη δικαιοσύνη, να βοηθάω, να μην φοβάμαι να μιλήσω. Με λίγα λόγια, να μην γεράσει η σκέψη και το πνεύμα μου.
Τι φοβάσαι πιο πολύ;
Το πρώτο, το μεγάλο, το αφόρητο που φοβάμαι από μικρή, είναι ο θάνατος. Όχι ο δικός μου όμως, αυτόν τον αφήνω στην άκρη. Φοβάμαι τον θάνατο των ανθρώπων που αγαπάω, και ειδικά τον ξαφνικό θάνατο επειδή δεν θα έχω προλάβει να αποχαιρετήσω.
Τι σε θυμώνει πιο πολύ;
Η αδικία. Δεν έχω χειρότερο. Γι΄ αυτό και θεωρώ πως το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι η δικαιοσύνη και όχι η ισότητα. Κι αυτό είναι το αγαπημένο μου σκίτσο.
Μαγεία είναι…
Τα χαμόγελα των ανθρώπων. Αυτά που βγαίνουν από μέσα σου και χαμογελάς ολόκληρος. Ειδικά των ανθρώπων που υπέφεραν πολύ και τελικά κατάφεραν να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους και να σταθούν στα πόδια τους. Ναι, μαγεία είναι τα χαμόγελα των ανθρώπων…
*Η τελευταία ποιητική συλλογή της Βάσως Χριστοδούλου «Κάνε με» κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο «ΚαΖαΝάΚι».
GIPHY App Key not set. Please check settings