Και ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως μπήκε κι επίσημα η άνοιξη και το μυαλό κάνει απότομη αναστροφή.
Τα λάστιχα στριγγλίζουν κάτω από την παγωμένη άσφαλτο, το τιμόνι στρίβει 180 μοίρες, ο λεβιές των ταχυτήτων στην πέμπτη, οι αισθήσεις σου στην έκτη, χάνεις τον έλεγχο, χαμογελάς, στριφογυρνάς, γλιστράς κι αλλάζεις απότομα πορεία.
Ο ήλιος γαργαλάει τις πατούσες σου κι οι μυρωδιές απλώνονται στις φλέβες σου και φτάνουν μέχρι το μεδούλι. Εισπνέεις τ’ οξυγόνο που σου λείπει κι εκπνέεις έρωτα κι ανεμελιά. Κι έπειτα, είναι κι οι αμυγδαλιές που δεν τις είχες δει τόσο καιρό, κι οι μαργαρίτες που έχουν φουντώσει ακριβώς έξω από το σπίτι σου, και τα πουλιά που τιτιβίζουν σαν τρελά πάνω και πέρα από το θόρυβο της πόλης, και η ζωή που γίνεται πάλι όμορφη κι απλή, αέρινη σαν πεταλούδα.
Και ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως μπήκε κι επίσημα η άνοιξη και θες ν’ αφήσεις τους χειμώνες πίσω σου και να ερωτευτείς, να μαγευτείς, να επιτρέψεις στις αισθήσεις σου να σε οδηγήσουν σε μέρη άφταστα.
Μα δεν μπορείς. Όσο κι αν θέλεις, δεν μπορείς. Πώς να καλοδεχτείς την άνοιξη όταν νιώθεις πως όλα γύρω σου διαλύονται; Πώς να αφεθείς; Πώς να χαρείς τα χρώματα, τ’ αρώματα, τις μουσικές;
Οι εικόνες από την Ουκρανία είναι αμείλικτες και πλέον σου θυμίζουν καθημερινά ότι αρκεί ένας παράφρων για να φέρει τούμπα τη ζωή που έχτισες με τόσο κόπο. Μετά τα τρία κοριτσάκια από την Πάτρα, οι «θάνατος στην Μήδεια», κάθε μέρα κι ένας νέος βιασμός, ακρίβεια, κι άλλοι νεκροί από τον Covid, κάποιος σκότωσε, κάποιος λήστεψε, κάποιος παρέσυρε με το αυτοκίνητο ένα παιδί και το εγκατέλειψε στο δρόμο να πεθάνει.
Και μέσα σε όλα αυτά, ένας τεράστιος κι απόλυτος διχασμός για όλα.
Οι μεν και οι δε. Ο ένας μαύρο, ο άλλος άσπρο. Λες και ξεχάσαμε πως στη ζωή υπάρχει και το γκρι κι οι αποχρώσεις του. Λες και δεν μάθαμε ποτέ να μπαίνουμε στα παπούτσια του άλλου και να ψάχνουμε γι’ αυτά που μας ενώνουν αντί γι’ αυτά που μας χωρίζουν. Λες και πρέπει όλοι να διαλέγουμε στρατόπεδα μήπως και μας χαρακτηρίσουν τι; Αναίσθητους; Απολιτίκ; Αδιάφορους; Μισάνθρωπους;
Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος, είχε πει ο Καζαντζάκης και ο ανήφορος, τελικά, είναι ο δρόμος της ομορφιάς και της καλοσύνης. Είναι εύκολο να βρίζουμε, να καταριόμαστε και να αφορίζουμε με τόση ευκολία όσους μας πλήγωσαν ή διαφώνησαν μαζί μας. Εξάλλου, με την ίδια ευκολία αφόρισαν κάποτε και τον ίδιο τον Καζαντζάκη.
Ανήφορος, όμως, είναι όταν δεν μένουμε μόνο στην επιφάνεια.
Όταν δεν λέμε εύκολα τσιτάτα, δεν αφήνουμε να μας παρασύρει ο θυμός, ούτε μοιράζουμε «ψόφους» με κάθε ευκαιρία. Το δύσκολο είναι να πέφτουμε το βράδυ στο κρεβάτι μας χωρίς βάρος στο στομάχι και τη συνείδησή μας καθαρή ότι νοιαστήκαμε, προσφέραμε, παραδεχτήκαμε τα λάθη μας και ό,τι κάναμε το κάναμε καλά.
Το δύσκολο, τελικά, είναι να ξέρεις ν ‘αγαπάς. Και ν’ αγαπάς όχι μόνο αυτούς που σ’ αγαπούν και σ’ αποδέχονται, ούτε μόνο αυτούς που συμφωνούν μαζί σου. Το δύσκολο είναι να αγαπάς και να αποδέχεσαι ακόμα κι αυτούς που σ’ έχουν μάθει πως πρέπει να μισείς. Ακόμα κι αυτούς που έχουν άλλο φύλο, άλλο χρώμα, άλλη άποψη κι άλλη οπτική για τη ζωή.
Εκεί βρίσκεται η άνοιξη. Εκεί και η ομορφιά. Εκεί ο έρωτας εκεί και η μαγεία. Διαφορετικά, θα αναπαράγουμε τη βία και το μίσος μέχρι να σβήσει ο ουρανός.
GIPHY App Key not set. Please check settings